πετραρέα

πετραρέα
και πετραρία, ἡ, Μ
πολεμική μηχανή που έριχνε πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -αρία (πρβλ. σκοτ-αρία: σκότος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”